ὀμπνιακός: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(6_15)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμπνιακός''': ὀμπνικός, ὀμπνηρός, ἴδε [[ὄμπνη]].
|lstext='''ὀμπνιακός''': ὀμπνικός, ὀμπνηρός, ἴδε [[ὄμπνη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀμπνιακός]], -ή, -όν (Α) [[όμπνη]]<br />όμπνιος.
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμπνιακός Medium diacritics: ὀμπνιακός Low diacritics: ομπνιακός Capitals: ΟΜΠΝΙΑΚΟΣ
Transliteration A: ompniakós Transliteration B: ompniakos Transliteration C: ompniakos Beta Code: o)mpniako/s

English (LSJ)

ή, όν, = sq., AP9.707 (Tull. Gem.) ; ὀμπνικός is f.l. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 342] = ὄμπνιος, ὀμπνιακῶν χαρίτων ἡδύτερον τρίβολον, Tull. Gem. 7 (IX, 707).

Greek (Liddell-Scott)

ὀμπνιακός: ὀμπνικός, ὀμπνηρός, ἴδε ὄμπνη.

Greek Monolingual

ὀμπνιακός, -ή, -όν (Α) όμπνη
όμπνιος.