ὑπεράκριος: Difference between revisions
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεράκριος''': -ον, ([[ἄκρα]]) ὁ [[ὑπὲρ]] τὰ [[ἄκρα]], [[ὑπεράνω]] τῶν [[ἄκρων]], οἱ Ὑπεράκριοι = οἱ [[Διάκριοι]], οἱ ὀρεινοί, οἱ πένητες κάτοικοι τῶν ὀρεινῶν τῆς Ἀττικῆς μερῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς πλουσιωτέρας τάξεις τῶν πεδινῶν καὶ παραθαλασσίων (ἴδε [[πεδιακός]], [[πάραλος]] ΙΙ), Ἡρόδ. 1. 59, Διον. Ἁλ. 1. 13, πρβλ. Διοδ. Σχόλ. εἰς Δημ. σ. 623. 2) τὰ ὑπεράκρια, τὰ [[ὑπὲρ]] τὴν πεδιάδα ὑψώματα, τὰ ὀρεινὰ μέρη, Ἡρόδ. 6. 20. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 346. | |lstext='''ὑπεράκριος''': -ον, ([[ἄκρα]]) ὁ [[ὑπὲρ]] τὰ [[ἄκρα]], [[ὑπεράνω]] τῶν [[ἄκρων]], οἱ Ὑπεράκριοι = οἱ [[Διάκριοι]], οἱ ὀρεινοί, οἱ πένητες κάτοικοι τῶν ὀρεινῶν τῆς Ἀττικῆς μερῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς πλουσιωτέρας τάξεις τῶν πεδινῶν καὶ παραθαλασσίων (ἴδε [[πεδιακός]], [[πάραλος]] ΙΙ), Ἡρόδ. 1. 59, Διον. Ἁλ. 1. 13, πρβλ. Διοδ. Σχόλ. εἰς Δημ. σ. 623. 2) τὰ ὑπεράκρια, τὰ [[ὑπὲρ]] τὴν πεδιάδα ὑψώματα, τὰ ὀρεινὰ μέρη, Ἡρόδ. 6. 20. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 346. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui est sur les hauteurs ; τὰ ὑπεράκρια les hauteurs ; [[οἱ]] ὑπεράκριοι les habitants du pays haut, <i>en Attique, p. opp. à ceux de la plaine</i> (πεδιεῖς) <i>ou du rivage</i> (παράλιοι).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄκρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἄκρα)
A over or beyond the heights, οἱ Ὑπεράκριοι, = οἱ Διάκριοι, the poor inhabitants of the Attic uplands beyond the heights (which bound the plain of Athens), opp. to the richer classes of the plains and coasts (cf. πεδιακός 11, πάραλος 11), Hdt.1.59, D.H.1.13. 2 τὰ ὑ. the heights above the plain, the uplands, Hdt.6.20.
German (Pape)
[Seite 1190] über den Höhen od. Bergen liegend; τὰ ὑπεράκρια, die darüber liegenden Anhöhen, Her. 6, 20. – In Attika hießen οἱ ὑπεράκριοι die ärmeren Bewohner der Hügel, im Ggstz der reicheren Bewohner der Ebenen u. der Küstenbewohner, πεδάσιοι u. παράλιοι, Her. 1, 59 u. Sp., wie D. Hal., s. διάκριοι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεράκριος: -ον, (ἄκρα) ὁ ὑπὲρ τὰ ἄκρα, ὑπεράνω τῶν ἄκρων, οἱ Ὑπεράκριοι = οἱ Διάκριοι, οἱ ὀρεινοί, οἱ πένητες κάτοικοι τῶν ὀρεινῶν τῆς Ἀττικῆς μερῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς πλουσιωτέρας τάξεις τῶν πεδινῶν καὶ παραθαλασσίων (ἴδε πεδιακός, πάραλος ΙΙ), Ἡρόδ. 1. 59, Διον. Ἁλ. 1. 13, πρβλ. Διοδ. Σχόλ. εἰς Δημ. σ. 623. 2) τὰ ὑπεράκρια, τὰ ὑπὲρ τὴν πεδιάδα ὑψώματα, τὰ ὀρεινὰ μέρη, Ἡρόδ. 6. 20. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 346.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est sur les hauteurs ; τὰ ὑπεράκρια les hauteurs ; οἱ ὑπεράκριοι les habitants du pays haut, en Attique, p. opp. à ceux de la plaine (πεδιεῖς) ou du rivage (παράλιοι).
Étymologie: ὑπέρ, ἄκρα.