νώδυνος: Difference between revisions
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νώδῠνος''': -ον, (νη-, [[ὀδύνη]]) = [[ἀνώδυνος]], ὃ ἴδε, νώδυνον κάματον τιθέναι Πινδ. Ν. 8. 84. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ πραΰνων τὸν πόνον, πραϋντικῶς ἐπενεργῶν, [[φύλλον]] τι ν. Σοφ. Φιλ. 44. | |lstext='''νώδῠνος''': -ον, (νη-, [[ὀδύνη]]) = [[ἀνώδυνος]], ὃ ἴδε, νώδυνον κάματον τιθέναι Πινδ. Ν. 8. 84. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ πραΰνων τὸν πόνον, πραϋντικῶς ἐπενεργῶν, [[φύλλον]] τι ν. Σοφ. Φιλ. 44. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui apaise la douleur.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ὀδύνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (
A n(è)-, ὀδύνη) = ἀνώδυνος (q. v.), painless, νώδυνον κάματον τιθέναι Pi.N.8.50. II Act., soothing pain, φύλλον τι ν. S.Ph.44.
German (Pape)
[Seite 272] (νη – ὀδύνη), = ἀνώδυνος, schmerzlos, νώδυνον κάματον θῆκε, Pind. N. 8, 50. – Bei Soph. Phil. 44, ἢ φύλλον εἴ τι νώδυνον κατεῖδέ που, ist es trans., schmerzstillend, Schol. παυσώδυνον.
Greek (Liddell-Scott)
νώδῠνος: -ον, (νη-, ὀδύνη) = ἀνώδυνος, ὃ ἴδε, νώδυνον κάματον τιθέναι Πινδ. Ν. 8. 84. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ πραΰνων τὸν πόνον, πραϋντικῶς ἐπενεργῶν, φύλλον τι ν. Σοφ. Φιλ. 44.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apaise la douleur.
Étymologie: νη-, ὀδύνη.