ἀφαρμάκευτος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(6_16)
(big3_8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφαρμάκευτος''': -ον, [[ἄνευ]] φαρμάκου, ἐᾶν ἀφαρμάκευτον [[εἶναι]] Ἱππ. 401. 15· [[ἄνευ]] καλλωπιστικῶν φαρμάκων, ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Ἀλκίφρων Ἀποσπ. 5. 4· ― ὁ [[ἄνευ]] φαρμάκων θεραπεύων, Ἰατρὸν ἀφαρμάκευτον, ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ, Βασίλ. Σελ. λογ. 35. σ. 180.
|lstext='''ἀφαρμάκευτος''': -ον, [[ἄνευ]] φαρμάκου, ἐᾶν ἀφαρμάκευτον [[εἶναι]] Ἱππ. 401. 15· [[ἄνευ]] καλλωπιστικῶν φαρμάκων, ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Ἀλκίφρων Ἀποσπ. 5. 4· ― ὁ [[ἄνευ]] φαρμάκων θεραπεύων, Ἰατρὸν ἀφαρμάκευτον, ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ, Βασίλ. Σελ. λογ. 35. σ. 180.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no medicado]], [[no purgado]] de pers. ἐᾶν ἀφαρμάκευτον εἶναι Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 27.<br /><b class="num">2</b> [[que no utiliza fármacos]] ἰατρὸς ἀ. ὁ [[δεσπότης]] Χριστός Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.373A<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. [[sin fármacos o tintes]], [[naturalmente]] (τρίχες) ξανθίζουσαι δὲ ἀφαρμάκευτα Alciphr.<i>Fr</i>.5.4.
}}
}}

Revision as of 12:19, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφαρμάκευτος Medium diacritics: ἀφαρμάκευτος Low diacritics: αφαρμάκευτος Capitals: ΑΦΑΡΜΑΚΕΥΤΟΣ
Transliteration A: apharmákeutos Transliteration B: apharmakeutos Transliteration C: afarmakeftos Beta Code: a)farma/keutos

English (LSJ)

[μᾰ], ον,

   A without medicine, not physicked, Hp.Acut. (Sp.) 27; without cosmetics, ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Alciphr.Fr.5.4.

German (Pape)

[Seite 407] ohne Arznei, Gift, Hippocr.; ungefärbt, τρίχες Alciphr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαρμάκευτος: -ον, ἄνευ φαρμάκου, ἐᾶν ἀφαρμάκευτον εἶναι Ἱππ. 401. 15· ἄνευ καλλωπιστικῶν φαρμάκων, ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Ἀλκίφρων Ἀποσπ. 5. 4· ― ὁ ἄνευ φαρμάκων θεραπεύων, Ἰατρὸν ἀφαρμάκευτον, ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ, Βασίλ. Σελ. λογ. 35. σ. 180.

Spanish (DGE)

-ον
1 no medicado, no purgado de pers. ἐᾶν ἀφαρμάκευτον εἶναι Hp.Acut.(Sp.) 27.
2 que no utiliza fármacos ἰατρὸς ἀ. ὁ δεσπότης Χριστός Bas.Sel.Or.M.85.373A
neutr. plu. como adv. sin fármacos o tintes, naturalmente (τρίχες) ξανθίζουσαι δὲ ἀφαρμάκευτα Alciphr.Fr.5.4.