εὐχαλίνωτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
(6_15)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐχᾰλίνωτος''': -ον, (χαλῑνόω) ὁ [[καλῶς]] κεχαλινωμένος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 178.
|lstext='''εὐχᾰλίνωτος''': -ον, (χαλῑνόω) ὁ [[καλῶς]] κεχαλινωμένος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 178.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐχαλίνωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που συγκρατείται καλά, που [[είναι]] καλά χαλιναγωγημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χαλινωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαλινώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>χαλίνωτος</i>, <i>δυσ</i>-<i>χαλίνωτος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχαλῑνωτος Medium diacritics: εὐχαλίνωτος Low diacritics: ευχαλίνωτος Capitals: ΕΥΧΑΛΙΝΩΤΟΣ
Transliteration A: euchalínōtos Transliteration B: euchalinōtos Transliteration C: efchalinotos Beta Code: eu)xali/nwtos

English (LSJ)

ον, (χαλῑνόω) = foreg., Hdn.Epim.178.

German (Pape)

[Seite 1108] gut gezäumt, gut, leicht zu zäumen, Hdn. Epimer. p. 178, Erkl. von εὔφιμος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχᾰλίνωτος: -ον, (χαλῑνόω) ὁ καλῶς κεχαλινωμένος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 178.

Greek Monolingual

εὐχαλίνωτος, -ον (Α)
αυτός που συγκρατείται καλά, που είναι καλά χαλιναγωγημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χαλινωτος (< χαλινώ), πρβλ. α-χαλίνωτος, δυσ-χαλίνωτος].