ζάδηλος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_16)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζάδηλος''': -ον, ἀντὶ [[διάδηλος]], ἐπὶ ἱστίου πλήρους ὀπῶν, Ἀλκαι. 18 (2). 7.
|lstext='''ζάδηλος''': -ον, ἀντὶ [[διάδηλος]], ἐπὶ ἱστίου πλήρους ὀπῶν, Ἀλκαι. 18 (2). 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[ζάδηλος]] -ον (Α)<br /><b>1.</b> (<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[διάδηλος]]<br /><b>2.</b> (για [[ιστίο]]) γεμάτο τρύπες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δήλος]]. Με τη δεύτερη [[σημασία]] η λ. αποτελεί επίθ. του [[λαίφος]] «ξεφτισμένο ύφασμα»].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζάδηλος Medium diacritics: ζάδηλος Low diacritics: ζάδηλος Capitals: ΖΑΔΗΛΟΣ
Transliteration A: zádēlos Transliteration B: zadēlos Transliteration C: zadilos Beta Code: za/dhlos

English (LSJ)

ον, for διάδηλος, of a sail

   A with holes in it, Alc.18.7.

German (Pape)

[Seite 1135] Alcaeus, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ζάδηλος: -ον, ἀντὶ διάδηλος, ἐπὶ ἱστίου πλήρους ὀπῶν, Ἀλκαι. 18 (2). 7.

Greek Monolingual

ζάδηλος -ον (Α)
1. (αιολ. τ.) βλ. διάδηλος
2. (για ιστίο) γεμάτο τρύπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + δήλος. Με τη δεύτερη σημασία η λ. αποτελεί επίθ. του λαίφος «ξεφτισμένο ύφασμα»].