ὀλιγόχρονος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(6_16)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγόχρονος''': -ον, = [[ὀλιγοχρόνιος]], Μ. Ἀντων. 5. 10· πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. ([[γραπτέον]] Τριφ-) 40.
|lstext='''ὀλῐγόχρονος''': -ον, = [[ὀλιγοχρόνιος]], Μ. Ἀντων. 5. 10· πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. ([[γραπτέον]] Τριφ-) 40.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀλιγόχρονος]], -ον)<br /><b>βλ.</b> [[λιγόχρονος]].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγόχρονος Medium diacritics: ὀλιγόχρονος Low diacritics: ολιγόχρονος Capitals: ΟΛΙΓΟΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: oligóchronos Transliteration B: oligochronos Transliteration C: oligochronos Beta Code: o)ligo/xronos

English (LSJ)

ον,

   A = ὀλιγοχρόνιος, M.Ant.5.10 codd. (-χρόνια Casaubon).

German (Pape)

[Seite 322] = ὀλιγοχρόνιος, M. Ant. 5, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόχρονος: -ον, = ὀλιγοχρόνιος, Μ. Ἀντων. 5. 10· πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτέον Τριφ-) 40.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλιγόχρονος, -ον)
βλ. λιγόχρονος.