μακροήμερος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(6_16)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακροήμερος''': -ον, διαρκῶν πολλὰς ἡμέρας, πανδαισίαν πολυτελῆ μακροήμερον Εὐστ. 129. 1. 2) = [[μακρόβιος]], [[ὅπως]] μακροήμεροι γένησθε ἐπὶ τῆς Ἑβδ. (Δευτ. Δ΄, 40)
|lstext='''μακροήμερος''': -ον, διαρκῶν πολλὰς ἡμέρας, πανδαισίαν πολυτελῆ μακροήμερον Εὐστ. 129. 1. 2) = [[μακρόβιος]], [[ὅπως]] μακροήμεροι γένησθε ἐπὶ τῆς Ἑβδ. (Δευτ. Δ΄, 40)
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[μακροήμερος]], -ον, Α και [[μακρήμερος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[μακρόβιος]] («[[ὅπως]] μακροήμεροι γένησθε ἐπὶ τῆς γῆς», ΠΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί πολλές ημέρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήμερος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ολιγο</i>-[[ήμερος]]].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροήμερος Medium diacritics: μακροήμερος Low diacritics: μακροήμερος Capitals: ΜΑΚΡΟΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: makroḗmeros Transliteration B: makroēmeros Transliteration C: makroimeros Beta Code: makroh/meros

English (LSJ)

ον,

   A long lived, ib. De.4.40, Anatol.in Cat. Cod. Astr.8(3).188, Eust.129.1: Comp., Philostr. VS 2.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

μακροήμερος: -ον, διαρκῶν πολλὰς ἡμέρας, πανδαισίαν πολυτελῆ μακροήμερον Εὐστ. 129. 1. 2) = μακρόβιος, ὅπως μακροήμεροι γένησθε ἐπὶ τῆς Ἑβδ. (Δευτ. Δ΄, 40)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM μακροήμερος, -ον, Α και μακρήμερος, -ον)
1. μακρόβιοςὅπως μακροήμεροι γένησθε ἐπὶ τῆς γῆς», ΠΔ)
2. αυτός που διαρκεί πολλές ημέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. ολιγο-ήμερος].