ἰσοπερίμετρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
(6_17)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσοπερίμετρος''': -ον, ἔχων ἴσην [[περίμετρον]], Συνέσ. 71C, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 162.
|lstext='''ἰσοπερίμετρος''': -ον, ἔχων ἴσην [[περίμετρον]], Συνέσ. 71C, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 162.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσοπερίμετρος]], -ον)<br />αυτός που έχει ίση [[περίμετρο]] («ισοπερίμετρα σχήματα» — επίπεδα σχήματα που έχουν την [[ίδια]] [[περίμετρο]]).
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοπερίμετρος Medium diacritics: ἰσοπερίμετρος Low diacritics: ισοπερίμετρος Capitals: ΙΣΟΠΕΡΙΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: isoperímetros Transliteration B: isoperimetros Transliteration C: isoperimetros Beta Code: i)soperi/metros

English (LSJ)

ον,

   A of equal perimeter, Damian.Opt.3, Hero *Deff.82, Procl.in Ti.2.71 D., al.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοπερίμετρος: -ον, ἔχων ἴσην περίμετρον, Συνέσ. 71C, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 162.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσοπερίμετρος, -ον)
αυτός που έχει ίση περίμετρο («ισοπερίμετρα σχήματα» — επίπεδα σχήματα που έχουν την ίδια περίμετρο).