ἑκκαιδεκάδωρος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑκκαιδεκάδωρος''': -ον, ἔχων [[μῆκος]] δεκαὲξ παλαμῶν, «[[ἑκκαίδεκα]] παλαιστῶν˙ [[δῶρον]] γὰρ καλεῖται ἡ [[παλαιστή]], ἥ ἐστιν [[ἔκτασις]] τῆς χειρὸς τῶν τεσσάρων δακτύλων» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 109.
|lstext='''ἑκκαιδεκάδωρος''': -ον, ἔχων [[μῆκος]] δεκαὲξ παλαμῶν, «[[ἑκκαίδεκα]] παλαιστῶν˙ [[δῶρον]] γὰρ καλεῖται ἡ [[παλαιστή]], ἥ ἐστιν [[ἔκτασις]] τῆς χειρὸς τῶν τεσσάρων δακτύλων» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 109.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />long de seize palmes.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκκαίδεκα]], [[δῶρον]]².
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκκαιδεκάδωρος Medium diacritics: ἑκκαιδεκάδωρος Low diacritics: εκκαιδεκάδωρος Capitals: ΕΚΚΑΙΔΕΚΑΔΩΡΟΣ
Transliteration A: hekkaidekádōros Transliteration B: hekkaidekadōros Transliteration C: ekkaidekadoros Beta Code: e(kkaideka/dwros

English (LSJ)

ον,

   A sixteen palms long, 11.4.109.

German (Pape)

[Seite 761] von sechszehn Handbreiten, Il. 4, 109.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκκαιδεκάδωρος: -ον, ἔχων μῆκος δεκαὲξ παλαμῶν, «ἑκκαίδεκα παλαιστῶν˙ δῶρον γὰρ καλεῖται ἡ παλαιστή, ἥ ἐστιν ἔκτασις τῆς χειρὸς τῶν τεσσάρων δακτύλων» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 109.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long de seize palmes.
Étymologie: ἑκκαίδεκα, δῶρον².