ἔξαρμος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(6_17)
(12)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξαρμος''': -ον, ἔχων τὰ [[μέλη]] ἐξηρθρωμένα, Ἰωάνν. Λυδ. 251. 3.
|lstext='''ἔξαρμος''': -ον, ἔχων τὰ [[μέλη]] ἐξηρθρωμένα, Ἰωάνν. Λυδ. 251. 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔξαρμος]], -ον (Α) [[αρμός]]<br />αυτός που έχει εξαρμοσμένα τα [[μέλη]], ο εξαρθρωμένος.
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξαρμος Medium diacritics: ἔξαρμος Low diacritics: έξαρμος Capitals: ΕΞΑΡΜΟΣ
Transliteration A: éxarmos Transliteration B: exarmos Transliteration C: eksarmos Beta Code: e)/carmos

English (LSJ)

ον,

   A with dislocated limbs, v.l. in Lyd.Mag.3.57.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαρμος: -ον, ἔχων τὰ μέλη ἐξηρθρωμένα, Ἰωάνν. Λυδ. 251. 3.

Greek Monolingual

ἔξαρμος, -ον (Α) αρμός
αυτός που έχει εξαρμοσμένα τα μέλη, ο εξαρθρωμένος.