ἡμίρρυπος: Difference between revisions
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(6_17) |
(16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμίρρῠπος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[ῥερυπωμένος]], [[ῥυπαρός]], εἴριον Ιππ. 672. 19. | |lstext='''ἡμίρρῠπος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[ῥερυπωμένος]], [[ῥυπαρός]], εἴριον Ιππ. 672. 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμίρρυπος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ λερωμένος, που δεν [[είναι]] εντελώς πλυμένος, μισολερωμένος, μισορυπωμένος («ἡμίρρυπον [[εἴριον]]» — μισοπλυμένο [[μαλλί]], Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ρύπος]] «[[βρομιά]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A half-dirty, εἴριον Id.Mul.2.205.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίρρῠπος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ῥερυπωμένος, ῥυπαρός, εἴριον Ιππ. 672. 19.
Greek Monolingual
ἡμίρρυπος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ λερωμένος, που δεν είναι εντελώς πλυμένος, μισολερωμένος, μισορυπωμένος («ἡμίρρυπον εἴριον» — μισοπλυμένο μαλλί, Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + ρύπος «βρομιά»].