ἀρτιγένειος: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρτιγένειος''': -ον, ὁ [[ἀρτίως]] εἰς [[γένειον]] μεταβληθείς, [[κοῦρος]] ἔτ’ ἀρτιγένειον ἔχων χνόον Ἀνθ. Π. 9. 219, ὁ ἄρτι γενειῶν, Ἀππ. Καρχηδ. 8: - μεταφρ., ὁ πλήρη αὔξησιν λαβών, σολοικισμοί Λουκ. Σολοικ. 2.
|lstext='''ἀρτιγένειος''': -ον, ὁ [[ἀρτίως]] εἰς [[γένειον]] μεταβληθείς, [[κοῦρος]] ἔτ’ ἀρτιγένειον ἔχων χνόον Ἀνθ. Π. 9. 219, ὁ ἄρτι γενειῶν, Ἀππ. Καρχηδ. 8: - μεταφρ., ὁ πλήρη αὔξησιν λαβών, σολοικισμοί Λουκ. Σολοικ. 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la barbe naissante.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[γένειον]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιγένειος Medium diacritics: ἀρτιγένειος Low diacritics: αρτιγένειος Capitals: ΑΡΤΙΓΕΝΕΙΟΣ
Transliteration A: artigéneios Transliteration B: artigeneios Transliteration C: artigeneios Beta Code: a)rtige/neios

English (LSJ)

ον,

   A with the beard just sprouting, AP9.219 (Diod.), Nonn.D.18.135; as Subst., ἀ. ἐπίλεκτοι App.Pun.8; incorrectly used, = ἀρτιγέννητος, σολοικισμοί Luc.Sol.2.

German (Pape)

[Seite 361] (γένειον), milchbärtig, χνόος Diod. 6 (IX, 219); Luc. soloec. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιγένειος: -ον, ὁ ἀρτίως εἰς γένειον μεταβληθείς, κοῦρος ἔτ’ ἀρτιγένειον ἔχων χνόον Ἀνθ. Π. 9. 219, ὁ ἄρτι γενειῶν, Ἀππ. Καρχηδ. 8: - μεταφρ., ὁ πλήρη αὔξησιν λαβών, σολοικισμοί Λουκ. Σολοικ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la barbe naissante.
Étymologie: ἄρτι, γένειον.