εὐανάδοτος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
(6_17)
(14)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐανάδοτος''': -ον, ὁ εὐκόλως ἀναδιδόμενος εἰς τὸ [[σῶμα]], Ἀθήν. 26Α· ἤ, [[εὔπεπτος]]. «εὐκολοχώνευτος», Δίφιλ. Σίφν. [[αὐτόθι]] 356Β (διάφ. γραφ. εὐαπόδοτον.)
|lstext='''εὐανάδοτος''': -ον, ὁ εὐκόλως ἀναδιδόμενος εἰς τὸ [[σῶμα]], Ἀθήν. 26Α· ἤ, [[εὔπεπτος]]. «εὐκολοχώνευτος», Δίφιλ. Σίφν. [[αὐτόθι]] 356Β (διάφ. γραφ. εὐαπόδοτον.)
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐανάδοτος]], -ον (Α)<br />ο [[εύπεπτος]], ο [[ευκολοχώνευτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i>-<i>δοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>-[[δίδωμι]])].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐανάδοτος Medium diacritics: εὐανάδοτος Low diacritics: ευανάδοτος Capitals: ΕΥΑΝΑΔΟΤΟΣ
Transliteration A: euanádotos Transliteration B: euanadotos Transliteration C: evanadotos Beta Code: eu)ana/dotos

English (LSJ)

ον,

   A easy to digest, Ath.1.26a, Diph.Siph. ap. eund.8.356b (v.l. εὐαπόδοτον), Dsc.2.85, Iamb.VP3.13.

Greek (Liddell-Scott)

εὐανάδοτος: -ον, ὁ εὐκόλως ἀναδιδόμενος εἰς τὸ σῶμα, Ἀθήν. 26Α· ἤ, εὔπεπτος. «εὐκολοχώνευτος», Δίφιλ. Σίφν. αὐτόθι 356Β (διάφ. γραφ. εὐαπόδοτον.)

Greek Monolingual

εὐανάδοτος, -ον (Α)
ο εύπεπτος, ο ευκολοχώνευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανά-δοτος (< ανα-δίδωμι)].