τραχηλόσιμος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(6_17) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰχηλόσῑμος''': -ον, ὁ βραχὺν τὸν τράχηλον ἔχων, ὡς ὁ [[ταῦρος]], «κοντολαίμης», ἐν τοῖς Α. Β. 65. | |lstext='''τρᾰχηλόσῑμος''': -ον, ὁ βραχὺν τὸν τράχηλον ἔχων, ὡς ὁ [[ταῦρος]], «κοντολαίμης», ἐν τοῖς Α. Β. 65. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[κοντό]] λαιμό, [[κοντολαίμης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράχηλος]] <span style="color: red;">+</span> [[σιμός]] «[[πλακουτσομύτης]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A bull-necked, Com.Adesp.908.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλόσῑμος: -ον, ὁ βραχὺν τὸν τράχηλον ἔχων, ὡς ὁ ταῦρος, «κοντολαίμης», ἐν τοῖς Α. Β. 65.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει κοντό λαιμό, κοντολαίμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + σιμός «πλακουτσομύτης»].