παραπόρφυρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
(6_17)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπόρφῠρος''': -ον, ὁ ἔχων παρυφὴν πορφυρᾶν, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 46, Ι΄, 42· τὰ π. τῶν ἰσχίων, τὰ πορφυρᾶ πλάγια αὐτῶν, Ἀλκίφρ. Ἐπιστ. 1. 39.
|lstext='''παραπόρφῠρος''': -ον, ὁ ἔχων παρυφὴν πορφυρᾶν, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 46, Ι΄, 42· τὰ π. τῶν ἰσχίων, τὰ πορφυρᾶ πλάγια αὐτῶν, Ἀλκίφρ. Ἐπιστ. 1. 39.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πορφυρά [[παρυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πορφυρός]]].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπόρφῠρος Medium diacritics: παραπόρφυρος Low diacritics: παραπόρφυρος Capitals: ΠΑΡΑΠΟΡΦΥΡΟΣ
Transliteration A: parapórphyros Transliteration B: paraporphyros Transliteration C: paraporfyros Beta Code: parapo/rfuros

English (LSJ)

ον,

   A edged with purple, Poll.7.46, 10.42 ; τὰ π. τῶν ἰσχίων Alciphr.1.39.

German (Pape)

[Seite 495] an der Seite purpurn; χλαμύς, Poll. 7, 46; στρωμνή, 10, 42.

Greek (Liddell-Scott)

παραπόρφῠρος: -ον, ὁ ἔχων παρυφὴν πορφυρᾶν, Πολυδ. Ζ΄, 46, Ι΄, 42· τὰ π. τῶν ἰσχίων, τὰ πορφυρᾶ πλάγια αὐτῶν, Ἀλκίφρ. Ἐπιστ. 1. 39.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πορφυρά παρυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πορφυρός].