τετράχυτρος: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράχυτρος''': -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων χυτρῶν πεποιημένος, οὐδ’ ἔβαλε τρυφάλειαν ἀμύμονα καὶ τετράχυτρον [[δῖος]] Ὀριγανίων Βατραχομυομ. 255. | |lstext='''τετράχυτρος''': -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων χυτρῶν πεποιημένος, οὐδ’ ἔβαλε τρυφάλειαν ἀμύμονα καὶ τετράχυτρον [[δῖος]] Ὀριγανίων Βατραχομυομ. 255. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />d’une contenance de quatre marmites.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[χύτρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A made of four pots, τρυφάλεια Batr.255.
German (Pape)
[Seite 1100] vier Töpfe fassend, so weit wie vier Töpfe, Batrach. 258.
Greek (Liddell-Scott)
τετράχυτρος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων χυτρῶν πεποιημένος, οὐδ’ ἔβαλε τρυφάλειαν ἀμύμονα καὶ τετράχυτρον δῖος Ὀριγανίων Βατραχομυομ. 255.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une contenance de quatre marmites.
Étymologie: τέσσαρες, χύτρα.