παλίγκτιστος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλίγκτιστος''': -ον, ὁ ἐκ νέου κτισθείς, ἀνοικοδομηθείς, ἀνακαίνισθείς, Γλωσσ. | |lstext='''πᾰλίγκτιστος''': -ον, ὁ ἐκ νέου κτισθείς, ἀνοικοδομηθείς, ἀνακαίνισθείς, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παλίγκτιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που οικοδομήθηκε εκ νέου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[κτιστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
A redivivus, Gloss.
German (Pape)
[Seite 448] wieder erbau't (?).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίγκτιστος: -ον, ὁ ἐκ νέου κτισθείς, ἀνοικοδομηθείς, ἀνακαίνισθείς, Γλωσσ.
Greek Monolingual
παλίγκτιστος, -ον (Α)
αυτός που οικοδομήθηκε εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κτιστός (< κτίζω)].