ἀμνησίκακος: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(6_18) |
(big3_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμνησίκακος''': -ον, ὁ μὴ [[μνησίκακος]], ὁ μὴ φυλάττων [[πάθος]] ἐκδικήσεως, [[συγχωρητικός]], Νικ. Δαμασκ., Ἐκκλ.: ― Ἐπίρρ. -κως, ὁ αὐτ. | |lstext='''ἀμνησίκακος''': -ον, ὁ μὴ [[μνησίκακος]], ὁ μὴ φυλάττων [[πάθος]] ἐκδικήσεως, [[συγχωρητικός]], Νικ. Δαμασκ., Ἐκκλ.: ― Ἐπίρρ. -κως, ὁ αὐτ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que olvida las ofensas]], [[que perdona]] ἀκέραιοι ἦτε καὶ ἀμνησίκακοι εἰς [[ἀλλήλους]] 1<i>Ep.Clem</i>.2.5, ἀμνησίκακοι ... γενόμενοι κατὰ τὴν τοῦ κυρίου διδασκαλίαν Clem.Al.<i>Strom</i>.7.14.84, cf. Herm.<i>Mand</i>.8.10<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[la capacidad de perdonar]] Ph.2.75, Clem.Al.<i>Paed</i>.1.5.14.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[perdonando]], [[habiendo perdonado]] D.S.31.8, 1<i>Ep.Clem</i>.62.2, Clem.Al.<i>Strom</i>.4.22.137. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A forgiving, Nic.Dam.p.110D. Adv. -κῶς D.S.31.8.
German (Pape)
[Seite 126] des erlittenen Unrechts nicht eingedenk, nicht rachsüchtig, Clem. Al.; auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνησίκακος: -ον, ὁ μὴ μνησίκακος, ὁ μὴ φυλάττων πάθος ἐκδικήσεως, συγχωρητικός, Νικ. Δαμασκ., Ἐκκλ.: ― Ἐπίρρ. -κως, ὁ αὐτ.
Spanish (DGE)
-ον
1 que olvida las ofensas, que perdona ἀκέραιοι ἦτε καὶ ἀμνησίκακοι εἰς ἀλλήλους 1Ep.Clem.2.5, ἀμνησίκακοι ... γενόμενοι κατὰ τὴν τοῦ κυρίου διδασκαλίαν Clem.Al.Strom.7.14.84, cf. Herm.Mand.8.10
•subst. τὸ ἀ. la capacidad de perdonar Ph.2.75, Clem.Al.Paed.1.5.14.
2 adv. -ως perdonando, habiendo perdonado D.S.31.8, 1Ep.Clem.62.2, Clem.Al.Strom.4.22.137.