ἡπατοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(6_18)
(16)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡπᾰτοσκόπος''': -ον, ὁ παρατηρῶν, ἐξετάζων τὸ [[ἧπαρ]], [[μάντις]], Λατ. extispex, Ἀρτεμιδ. 2. 69˙ ἡπ. ἱερὰ Ἡσύχ. ἐν λ. [[ῥυτά]].
|lstext='''ἡπᾰτοσκόπος''': -ον, ὁ παρατηρῶν, ἐξετάζων τὸ [[ἧπαρ]], [[μάντις]], Λατ. extispex, Ἀρτεμιδ. 2. 69˙ ἡπ. ἱερὰ Ἡσύχ. ἐν λ. [[ῥυτά]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡπατοσκόπος]], -ον (Α)<br />αυτός που παρατηρεί ή εξετάζει το [[ήπαρ]] και μαντεύει από αυτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηπατο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ήπαρ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1173] ὁ, die Leber (und übh. die Eingeweide) betrachtend und daraus weissagend, Artem. 2, 69.

Greek (Liddell-Scott)

ἡπᾰτοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν, ἐξετάζων τὸ ἧπαρ, μάντις, Λατ. extispex, Ἀρτεμιδ. 2. 69˙ ἡπ. ἱερὰ Ἡσύχ. ἐν λ. ῥυτά.

Greek Monolingual

ἡπατοσκόπος, -ον (Α)
αυτός που παρατηρεί ή εξετάζει το ήπαρ και μαντεύει από αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπατο- (< ήπαρ) + -σκόπος < σκοπός (πρβλ. οιωνο-σκόπος)].