περίνεφρος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(6_18) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίνεφρος''': -ον, ὁ περὶ τοὺς νεφροὺς [[παχύς]], ὁ ἔχων τοὺς νεφροὺς κακαλυμμένους [[πανταχόθεν]] ὑπὸ πολλοῦ πάχους, [[κυρίως]] ἐπὶ προβάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 17, 6, π. Ζ. Μορ. 3. 9, 16. | |lstext='''περίνεφρος''': -ον, ὁ περὶ τοὺς νεφροὺς [[παχύς]], ὁ ἔχων τοὺς νεφροὺς κακαλυμμένους [[πανταχόθεν]] ὑπὸ πολλοῦ πάχους, [[κυρίως]] ἐπὶ προβάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 17, 6, π. Ζ. Μορ. 3. 9, 16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για πρόβατα) αυτός που παρουσιάζει άφθονη [[συγκέντρωση]] λίπους [[γύρω]] από τους νεφρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>νεφρόν</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A fat about the kidneys, Arist.HA520a31, PA672b2.
German (Pape)
[Seite 583] mit Fett um die Nieren, Arist. H. A. 2, 17.
Greek (Liddell-Scott)
περίνεφρος: -ον, ὁ περὶ τοὺς νεφροὺς παχύς, ὁ ἔχων τοὺς νεφροὺς κακαλυμμένους πανταχόθεν ὑπὸ πολλοῦ πάχους, κυρίως ἐπὶ προβάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 17, 6, π. Ζ. Μορ. 3. 9, 16.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για πρόβατα) αυτός που παρουσιάζει άφθονη συγκέντρωση λίπους γύρω από τους νεφρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + νεφρόν].