ποικιλόφωνος: Difference between revisions

From LSJ
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποικῐλόφωνος''': -ον, ὁ ποικίλως φωνῶν, ὁ ἔχων ποικίλην φωνήν, ἀηδὼν Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 201: ― μεταφ., = [[ποικιλόμυθος]], Ἀθήν. 258Α.
|lstext='''ποικῐλόφωνος''': -ον, ὁ ποικίλως φωνῶν, ὁ ἔχων ποικίλην φωνήν, ἀηδὼν Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 201: ― μεταφ., = [[ποικιλόμυθος]], Ἀθήν. 258Α.
}}
{{grml
|mltxt=–η, -ο / [[ποικιλόφωνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που μιλάει, τραγουδάει ή ηχεί με ποικίλους τρόπους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ποικιλόμυθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>- φωνος].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόφωνος Medium diacritics: ποικιλόφωνος Low diacritics: ποικιλόφωνος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: poikilóphōnos Transliteration B: poikilophōnos Transliteration C: poikilofonos Beta Code: poikilo/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A with varied tones, στίχα λαιμῶν Nonn.D.2.510; ἀηδών Tz.ad Hes. Op.201; κιθάρα Sch.Pi.O.3.11: metaph., = ποικιλόμυθος, Clearch. 26.

German (Pape)

[Seite 650] von mannichfacher, kunstreicher Stimme, mannichfach singend, tönend; Ath. VI, 258 a; = ποικιλόμυθος, Schol. Pind. Ol. 3, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόφωνος: -ον, ὁ ποικίλως φωνῶν, ὁ ἔχων ποικίλην φωνήν, ἀηδὼν Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 201: ― μεταφ., = ποικιλόμυθος, Ἀθήν. 258Α.

Greek Monolingual

–η, -ο / ποικιλόφωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που μιλάει, τραγουδάει ή ηχεί με ποικίλους τρόπους
μσν.-αρχ.
μτφ. ποικιλόμυθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. πολύ- φωνος].