ὑψίβατος: Difference between revisions
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑψίβᾰτος''': -ον, ὁ ὑψηλὰ κείμενος, Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες Πινδ. Ν. 10. 88· [[ὑψίβατος]] [[τρίπους]], «ὑψηλὴν βάσιν ἔχων [[χυτρόπους]]» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 1404. | |lstext='''ὑψίβᾰτος''': -ον, ὁ ὑψηλὰ κείμενος, Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες Πινδ. Ν. 10. 88· [[ὑψίβατος]] [[τρίπους]], «ὑψηλὴν βάσιν ἔχων [[χυτρόπους]]» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 1404. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui monte <i>ou</i> s’élève ; haut, élevé.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[βαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A set on high, πόλιες Pi.N.10.47; τρίπους S.Aj.1404 (anap.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίβᾰτος: -ον, ὁ ὑψηλὰ κείμενος, Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες Πινδ. Ν. 10. 88· ὑψίβατος τρίπους, «ὑψηλὴν βάσιν ἔχων χυτρόπους» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 1404.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui monte ou s’élève ; haut, élevé.
Étymologie: ὕψι, βαίνω.