ὑπόχαυνος: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(6_18) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόχαυνος''': -ον, ὀλίγον τι [[χαῦνος]] ἢ πορώδης, ὁ Γαλατικὸς ἐλλέβορος [[ῥυσός]], [[ὑπόχαυνος]] Ὀρειβάσ. 158 Matth.· [[τόπος]] τὰ μὲν ἄνω ἰσχυρὰ ἔχων, τὰ δὲ [[κάτω]] ὑπόχαυνα Ἐτυμ. Μ. 184, 54. ΙΙ. ὀλίγον ἐπηρμένος, «φαντασμένος», τὸ τῶν Αἰολέων [[ἦθος]] ἔχει τὸ γαῦρον καὶ ὀγκῶδες, ἔτι δὲ ὑπόχαυνον Ἀθήν. 624Ε, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 228. | |lstext='''ὑπόχαυνος''': -ον, ὀλίγον τι [[χαῦνος]] ἢ πορώδης, ὁ Γαλατικὸς ἐλλέβορος [[ῥυσός]], [[ὑπόχαυνος]] Ὀρειβάσ. 158 Matth.· [[τόπος]] τὰ μὲν ἄνω ἰσχυρὰ ἔχων, τὰ δὲ [[κάτω]] ὑπόχαυνα Ἐτυμ. Μ. 184, 54. ΙΙ. ὀλίγον ἐπηρμένος, «φαντασμένος», τὸ τῶν Αἰολέων [[ἦθος]] ἔχει τὸ γαῦρον καὶ ὀγκῶδες, ἔτι δὲ ὑπόχαυνον Ἀθήν. 624Ε, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 228. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> λίγο [[χαλαρός]]<br /><b>2.</b> λίγο [[πορώδης]], λίγο [[σαθρός]] («[[τόπος]] τὰ μὲν ἄνω ἰσχυρὰ ἔχων, τὰ δὲ [[κάτω]] ὑπόχαυνα», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> λίγο [[φαντασμένος]], λίγο ξυπασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χαῦνος]] «[[πορώδης]], [[χαλαρός]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A somewhat porous, Archig. ap. Orib.8.2.3. II somewhat conceited, Ath.14.624e, Procl.Par.Ptol.233, Adam.2.21,23 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1239] ein wenig aufgeschwollen, gedunsen; auch übertr., eingebildet, ἦθος Ath. XIV, 624 e.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόχαυνος: -ον, ὀλίγον τι χαῦνος ἢ πορώδης, ὁ Γαλατικὸς ἐλλέβορος ῥυσός, ὑπόχαυνος Ὀρειβάσ. 158 Matth.· τόπος τὰ μὲν ἄνω ἰσχυρὰ ἔχων, τὰ δὲ κάτω ὑπόχαυνα Ἐτυμ. Μ. 184, 54. ΙΙ. ὀλίγον ἐπηρμένος, «φαντασμένος», τὸ τῶν Αἰολέων ἦθος ἔχει τὸ γαῦρον καὶ ὀγκῶδες, ἔτι δὲ ὑπόχαυνον Ἀθήν. 624Ε, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 228.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. λίγο χαλαρός
2. λίγο πορώδης, λίγο σαθρός («τόπος τὰ μὲν ἄνω ἰσχυρὰ ἔχων, τὰ δὲ κάτω ὑπόχαυνα», Μέγα Ετυμολογικόν)
3. μτφ. λίγο φαντασμένος, λίγο ξυπασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαῦνος «πορώδης, χαλαρός»].