λέπυρον: Difference between revisions
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λέπῡρον''': τό, ([[λέπος]]) [[φλοιός]], «φλοῦδα», [[κέλυφος]], «τσῶφλι», Βατραχομυομ. 131, Ἑβδ. (ᾌσμα ᾈσμάτ. Δ΄, 3), Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 95. | |lstext='''λέπῡρον''': τό, ([[λέπος]]) [[φλοιός]], «φλοῦδα», [[κέλυφος]], «τσῶφλι», Βατραχομυομ. 131, Ἑβδ. (ᾌσμα ᾈσμάτ. Δ΄, 3), Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 95. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />cosse, écale, enveloppe d’un fruit.<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, (λέπος)
A rind, shell, husk, Batr.131, LXX Ca.4.3, Dsc.Eup.1.89, Porph.Gaur.17.7.
German (Pape)
[Seite 32] τό, nach Suid. λεπυρόν, Schale, Hülfe, καρύοιο, Batrachom. 131, a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λέπῡρον: τό, (λέπος) φλοιός, «φλοῦδα», κέλυφος, «τσῶφλι», Βατραχομυομ. 131, Ἑβδ. (ᾌσμα ᾈσμάτ. Δ΄, 3), Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 95.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
cosse, écale, enveloppe d’un fruit.
Étymologie: λέπω.