ἡμίνηρος: Difference between revisions
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
(6_19) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμίνηρος''': -ον, συνῃρ. ἀντὶ ἡμινέαρος, κατὰ τὸ ἥμισυ [[πρόσφατος]], καὶ [[οὕτως]] ἐπὶ ἰχθύων, κατὰ τὸ ἥμισυ ἡλατισμένος, ὡς τὸ [[ἡμιτάριχος]], Ξενοκρ. 5. 77, Ἀθήν. 118F, 121B. | |lstext='''ἡμίνηρος''': -ον, συνῃρ. ἀντὶ ἡμινέαρος, κατὰ τὸ ἥμισυ [[πρόσφατος]], καὶ [[οὕτως]] ἐπὶ ἰχθύων, κατὰ τὸ ἥμισυ ἡλατισμένος, ὡς τὸ [[ἡμιτάριχος]], Ξενοκρ. 5. 77, Ἀθήν. 118F, 121B. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμίνηρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κατά]] το ήμισυ [[πρόσφατος]], όχι εντελώς [[πρόσφατος]]<br /><b>2.</b> (για ψάρια) μισοαλατισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[νηρός]] «[[δροσερός]] (για ψάρια)»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, contr. for ἡμινέαρος,
A half-fresh, and so of fish. half-salted, Xenocr.77, Ath.3.118f.
German (Pape)
[Seite 1169] halbfrisch, für ἡμινέαρος, d. i. halbeingesalzen, Ath. III, 118 f 121 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίνηρος: -ον, συνῃρ. ἀντὶ ἡμινέαρος, κατὰ τὸ ἥμισυ πρόσφατος, καὶ οὕτως ἐπὶ ἰχθύων, κατὰ τὸ ἥμισυ ἡλατισμένος, ὡς τὸ ἡμιτάριχος, Ξενοκρ. 5. 77, Ἀθήν. 118F, 121B.
Greek Monolingual
ἡμίνηρος, -ον (Α)
1. κατά το ήμισυ πρόσφατος, όχι εντελώς πρόσφατος
2. (για ψάρια) μισοαλατισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + νηρός «δροσερός (για ψάρια)»].