πλευρίτης: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλευρίτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐπὶ τῆς πλευρᾶς ἢ παρὰ τὴν πλευράν, [[Πολυδ]]. Β΄, 178, πρβλ. [[πλευρῖτις]]. | |lstext='''πλευρίτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐπὶ τῆς πλευρᾶς ἢ παρὰ τὴν πλευράν, [[Πολυδ]]. Β΄, 178, πρβλ. [[πλευρῖτις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[πλευρίτιδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βρίσκεται στην [[πλευρά]] ή [[δίπλα]] στην [[πλευρά]] («σπονδύλους πλευρίτας», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>σπλην</i>-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A connected with ribs, of vertebrae, Poll.2.178.
German (Pape)
[Seite 631] ὁ, zur Seite, Rippe gehörig, auf, an der Seite, Sp..
Greek (Liddell-Scott)
πλευρίτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπὶ τῆς πλευρᾶς ἢ παρὰ τὴν πλευράν, Πολυδ. Β΄, 178, πρβλ. πλευρῖτις.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
η πλευρίτιδα
αρχ.
αυτός που βρίσκεται στην πλευρά ή δίπλα στην πλευρά («σπονδύλους πλευρίτας», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + κατάλ. -ίτης (πρβλ. σπλην-ίτης)].