πολύδιψος: Difference between revisions

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύδιψος''': -ον, ὁ πολλὴν δίψαν προξενῶν, μύακες πολύδιψοι Ξενοκρ. 25, σ. 13, ἔκδ. Κοραῆ, Ὀρειβάσ. σ. 20 Matth.
|lstext='''πολύδιψος''': -ον, ὁ πολλὴν δίψαν προξενῶν, μύακες πολύδιψοι Ξενοκρ. 25, σ. 13, ἔκδ. Κοραῆ, Ὀρειβάσ. σ. 20 Matth.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που προκαλεί πολλή [[δίψα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>διψος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίψα]]), <b>πρβλ.</b> <i>υπό</i>-<i>διψος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύδιψος Medium diacritics: πολύδιψος Low diacritics: πολύδιψος Capitals: ΠΟΛΥΔΙΨΟΣ
Transliteration A: polýdipsos Transliteration B: polydipsos Transliteration C: polydipsos Beta Code: polu/diyos

English (LSJ)

ον,

   A making very thirsty, Xenocr. ap. Orib.2.58.91.

German (Pape)

[Seite 662] wonach man sehr durstet, Xenocr.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδιψος: -ον, ὁ πολλὴν δίψαν προξενῶν, μύακες πολύδιψοι Ξενοκρ. 25, σ. 13, ἔκδ. Κοραῆ, Ὀρειβάσ. σ. 20 Matth.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που προκαλεί πολλή δίψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -διψος (< δίψα), πρβλ. υπό-διψος].