γενούστης: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(6_19) |
(big3_9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γενούστης''': -ου, ὁ, = γεννήτης, ἴδε Stallb. Πλάτ. Φιλήβ. 30D· διὰφ. γραφ. γένους τῆς· Bekk. γένους τοῦ. | |lstext='''γενούστης''': -ου, ὁ, = γεννήτης, ἴδε Stallb. Πλάτ. Φιλήβ. 30D· διὰφ. γραφ. γένους τῆς· Bekk. γένους τοῦ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ palabra ficticia creada por los comentaristas de Pl. a partir de γένους τῆς (Pl.<i>Phlb</i>.30d) [[pariente]] γενούστην δὲ ὁ Πλάτων καλεῖ τὸν συγγενῆ Dam.<i>in Phlb</i>.134.4, cf. 135.2, [[γενούστης]]· ἐπὶ τοῦ θεοῦ ἐννοίας. ὁ [[γεννητικός]] Hsch.γ 363, cf. <i>AB</i> 231.28, <i>EM</i> 226.24G. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, misread for γένους τῆς in Pl.Phlb.30d, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 484] ὁ, Plat. Phil. 30 e, von VLL. γεννήτης erkl.; Bekk. schreibt γένους τοῦ, einige mss. γένους τῆς.
Greek (Liddell-Scott)
γενούστης: -ου, ὁ, = γεννήτης, ἴδε Stallb. Πλάτ. Φιλήβ. 30D· διὰφ. γραφ. γένους τῆς· Bekk. γένους τοῦ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ palabra ficticia creada por los comentaristas de Pl. a partir de γένους τῆς (Pl.Phlb.30d) pariente γενούστην δὲ ὁ Πλάτων καλεῖ τὸν συγγενῆ Dam.in Phlb.134.4, cf. 135.2, γενούστης· ἐπὶ τοῦ θεοῦ ἐννοίας. ὁ γεννητικός Hsch.γ 363, cf. AB 231.28, EM 226.24G.