εὐορκέω: Difference between revisions
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐορκέω''': ὁρκίζομαι ἀληθῶς, [[κάμνω]] ἀληθῆ ὅρκον, ὁρκίζομαι ἐπὶ τῆς ἀληθείας, ἀντίθ. τῷ [[ἐπιορκέω]], μηδένα θεὸν ὀμόσῃς, μηδ’ ἂν εὐορκεῖν μέλλῃς Ἰσοκρ. 7Α· - φυλάττω τὸν ὅρκον μου, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 28· τινι Θουκ. 5. 30· τὴν ἐμὴν ψυχὴν κατώμοσ’ ἣν ἂν εὐορκοῖμ’ ἐγώ, διὰ τὴν ὁποίαν ἐγὼ δὲν θὰ ἔκαμνα ψευδῆ ὅρκον, Εὐρ. Ὀρ. 1517· ὑμεῖς δὲ κατὰ τὸν νόμον εὐσεβοῦντες καὶ εὐορκοῦντες, τηροῦντες τοὺς ὅρκους, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 25. | |lstext='''εὐορκέω''': ὁρκίζομαι ἀληθῶς, [[κάμνω]] ἀληθῆ ὅρκον, ὁρκίζομαι ἐπὶ τῆς ἀληθείας, ἀντίθ. τῷ [[ἐπιορκέω]], μηδένα θεὸν ὀμόσῃς, μηδ’ ἂν εὐορκεῖν μέλλῃς Ἰσοκρ. 7Α· - φυλάττω τὸν ὅρκον μου, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 28· τινι Θουκ. 5. 30· τὴν ἐμὴν ψυχὴν κατώμοσ’ ἣν ἂν εὐορκοῖμ’ ἐγώ, διὰ τὴν ὁποίαν ἐγὼ δὲν θὰ ἔκαμνα ψευδῆ ὅρκον, Εὐρ. Ὀρ. 1517· ὑμεῖς δὲ κατὰ τὸν νόμον εὐσεβοῦντες καὶ εὐορκοῦντες, τηροῦντες τοὺς ὅρκους, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> jurer sincèrement, avec loyauté;<br /><b>2</b> tenir son serment.<br />'''Étymologie:''' [[εὔορκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
A swear truly, take a true oath, opp. ἐπιορκέω, Gorg.Fr. 15 D., Isoc.1.23, Iamb.VP28.144, etc.; keep one's oath when taken, Lexap.And.1.98; τινι to one, Th.5.30; [τὴν ψυχήν] by one's soul, E.Or.1517 (troch.); εὐορκοῦντες κρίνειν X.HG1.7.25. II Act., keep one's oath by, τινας Sch.A.R.2.259:—Pass., ἡ θεὸς εὐορκεῖτο Call.Aet.3.1.42.
German (Pape)
[Seite 1085] gut, richtig, nicht falsch schwören, τὴν ἐμὴν ψυχὴν κατώμοσ', ἣν ἂν εὐορκοῖμ' ἐγώ Eur. Or. 1517; Isocr. 1, 23; Dem. 23, 101. 24, 35 u. A.; den Eid halten, τινί, Thuc. 5, 30; Xen. Hell. 1, 7, 25 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
εὐορκέω: ὁρκίζομαι ἀληθῶς, κάμνω ἀληθῆ ὅρκον, ὁρκίζομαι ἐπὶ τῆς ἀληθείας, ἀντίθ. τῷ ἐπιορκέω, μηδένα θεὸν ὀμόσῃς, μηδ’ ἂν εὐορκεῖν μέλλῃς Ἰσοκρ. 7Α· - φυλάττω τὸν ὅρκον μου, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 28· τινι Θουκ. 5. 30· τὴν ἐμὴν ψυχὴν κατώμοσ’ ἣν ἂν εὐορκοῖμ’ ἐγώ, διὰ τὴν ὁποίαν ἐγὼ δὲν θὰ ἔκαμνα ψευδῆ ὅρκον, Εὐρ. Ὀρ. 1517· ὑμεῖς δὲ κατὰ τὸν νόμον εὐσεβοῦντες καὶ εὐορκοῦντες, τηροῦντες τοὺς ὅρκους, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 25.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 jurer sincèrement, avec loyauté;
2 tenir son serment.
Étymologie: εὔορκος.