καταλλάκτης: Difference between revisions
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(6_19) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταλλάκτης''': -ου, ὁ, [[ἀργυραμοιβός]], κολλυβιστὴς Γραμμ., Βυζαντ. ([[ἀργυρογνώμων]]) Μ. Ἐτυμ. ΙΙ. ὁ ἐνεργῶν πρὸς διαλλαγήν, [[μεσίτης]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 15, 2. | |lstext='''καταλλάκτης''': -ου, ὁ, [[ἀργυραμοιβός]], κολλυβιστὴς Γραμμ., Βυζαντ. ([[ἀργυρογνώμων]]) Μ. Ἐτυμ. ΙΙ. ὁ ἐνεργῶν πρὸς διαλλαγήν, [[μεσίτης]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 15, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταλλάκτης]], ὁ (AM) [[καταλλάσσω]]<br /><b>1.</b> ο [[αργυραμοιβός]], ο [[τραπεζίτης]]<br /><b>2.</b> ο [[μεσολαβητής]], αυτός που μεσιτεύει για [[συνδιαλλαγή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A money-changer, EM137.24. II reconciler, mediator, J.AJ3.15.2, D.C.Fr.72.1 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
καταλλάκτης: -ου, ὁ, ἀργυραμοιβός, κολλυβιστὴς Γραμμ., Βυζαντ. (ἀργυρογνώμων) Μ. Ἐτυμ. ΙΙ. ὁ ἐνεργῶν πρὸς διαλλαγήν, μεσίτης, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 15, 2.
Greek Monolingual
καταλλάκτης, ὁ (AM) καταλλάσσω
1. ο αργυραμοιβός, ο τραπεζίτης
2. ο μεσολαβητής, αυτός που μεσιτεύει για συνδιαλλαγή.