δωματίτης: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
(6_19)
(10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δωματίτης''': -ου, ὁ, ἀνήκων εἰς τὴν οἰκίαν, [[Ποσειδῶν]] Παυσ. 3. 14, 7· [[Ἀπόλλων]] Σχόλ. Πινδ. Ν. 5. 82· -θηλ., δωματῖτις [[ἑστία]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 968.
|lstext='''δωματίτης''': -ου, ὁ, ἀνήκων εἰς τὴν οἰκίαν, [[Ποσειδῶν]] Παυσ. 3. 14, 7· [[Ἀπόλλων]] Σχόλ. Πινδ. Ν. 5. 82· -θηλ., δωματῖτις [[ἑστία]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 968.
}}
{{grml
|mltxt=[[δωματίτης]], ο (Α)<br />αυτός που ανήκει στο [[δώμα]], στο [[σπίτι]], [[οικιακός]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωματίτης Medium diacritics: δωματίτης Low diacritics: δωματίτης Capitals: ΔΩΜΑΤΙΤΗΣ
Transliteration A: dōmatítēs Transliteration B: dōmatitēs Transliteration C: domatitis Beta Code: dwmati/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A of, belonging to the house, Ποσειδῶν Paus.3.14.7, IG5(1).497, al. (Sparta); Ἀπόλλων Sch.Pi.N.5.81: fem., δωματῖτις ἑστία A.Ag.968.

German (Pape)

[Seite 694] ὁ, zum Hause gehörig: Ποσειδῶν Paus. 3, 14, 7; Apollo Schol. Pind. N. 5. 82.

Greek (Liddell-Scott)

δωματίτης: -ου, ὁ, ἀνήκων εἰς τὴν οἰκίαν, Ποσειδῶν Παυσ. 3. 14, 7· Ἀπόλλων Σχόλ. Πινδ. Ν. 5. 82· -θηλ., δωματῖτις ἑστία Αἰσχύλ. Ἀγ. 968.

Greek Monolingual

δωματίτης, ο (Α)
αυτός που ανήκει στο δώμα, στο σπίτι, οικιακός.