δωματίτης
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, of, belonging to the house, Ποσειδῶν Paus.3.14.7, IG5(1).497, al. (Sparta); Ἀπόλλων Sch.Pi.N.5.81: fem., δωματῖτις ἑστία A.Ag.968.
German (Pape)
[Seite 694] ὁ, zum Hause gehörig: Ποσειδῶν Paus. 3, 14, 7; Apollo Schol. Pind. N. 5. 82.
Greek (Liddell-Scott)
δωματίτης: -ου, ὁ, ἀνήκων εἰς τὴν οἰκίαν, Ποσειδῶν Παυσ. 3. 14, 7· Ἀπόλλων Σχόλ. Πινδ. Ν. 5. 82· -θηλ., δωματῖτις ἑστία Αἰσχύλ. Ἀγ. 968.
Greek Monolingual
δωματίτης, ο (Α)
αυτός που ανήκει στο δώμα, στο σπίτι, οικιακός.