ἡμισειαστής: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(6_19)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμισειαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐπὶ μερισμῷ τῶν καρπῶν [[γεωργός]], [[μορτίτης]], partiarius colonus, Ἀρμενόπουλ. 6. 1, 24.
|lstext='''ἡμισειαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐπὶ μερισμῷ τῶν καρπῶν [[γεωργός]], [[μορτίτης]], partiarius colonus, Ἀρμενόπουλ. 6. 1, 24.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμισειαστής]], ό (Μ) [[ημισειάζω]]<br />[[καλλιεργητής]] ξένου κτήματος αμειβόμενος με το μισό τών προϊόντων, ο [[μεσακός]].
}}
}}

Revision as of 14:34, 19 December 2020

Greek (Liddell-Scott)

ἡμισειαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπὶ μερισμῷ τῶν καρπῶν γεωργός, μορτίτης, partiarius colonus, Ἀρμενόπουλ. 6. 1, 24.

Greek Monolingual

ἡμισειαστής, ό (Μ) ημισειάζω
καλλιεργητής ξένου κτήματος αμειβόμενος με το μισό τών προϊόντων, ο μεσακός.