οἰκιήτης: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(6_19)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκιήτης''': -ου, ὁ, Ἰων. ἀντὶ [[οἰκέτης]], Φερεκύδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 122· [[οἰκιάτης]] παρὰ Στεφ. Β. ἐν λέξ. [[οἶκος]], Ἐτυμ. Μέγ. 698. 11· πρβλ. [[πολιήτης]].
|lstext='''οἰκιήτης''': -ου, ὁ, Ἰων. ἀντὶ [[οἰκέτης]], Φερεκύδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 122· [[οἰκιάτης]] παρὰ Στεφ. Β. ἐν λέξ. [[οἶκος]], Ἐτυμ. Μέγ. 698. 11· πρβλ. [[πολιήτης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰκιήτης]], ιων. τ. και αττ. τ. [[οἰκιάτης]] και θεσσ., λοκρ., αρκαδ. τ. Fοικιάτας, ὁ (Α)<br />[[οικέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κωμ</i>-<i>ήτης</i>, <i>λιμν</i>-<i>ήτης</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκιήτης Medium diacritics: οἰκιήτης Low diacritics: οικιήτης Capitals: ΟΙΚΙΗΤΗΣ
Transliteration A: oikiḗtēs Transliteration B: oikiētēs Transliteration C: oikiitis Beta Code: oi)kih/ths

English (LSJ)

εω, ὁ, Ion.for οἰκέτης, Pherecyd. ap. D.L.1.122, Ant.Lib. 41.2 : Locr., Thess., Arc. ϝοικιάτας, IG9(1).334.44, 9(2).257, 5(2).262.16 (all v B.C.) ;

   A οἰκιάτης St.Byz. s.v. οἶκος, EM698.11.

German (Pape)

[Seite 301] ὁ, ion. = οἰκέτης; Pherecyd. bei D. L. 1, 122; Hdn. Eust. 468.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκιήτης: -ου, ὁ, Ἰων. ἀντὶ οἰκέτης, Φερεκύδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 122· οἰκιάτης παρὰ Στεφ. Β. ἐν λέξ. οἶκος, Ἐτυμ. Μέγ. 698. 11· πρβλ. πολιήτης.

Greek Monolingual

οἰκιήτης, ιων. τ. και αττ. τ. οἰκιάτης και θεσσ., λοκρ., αρκαδ. τ. Fοικιάτας, ὁ (Α)
οικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκία + κατάλ. -ήτης (πρβλ. κωμ-ήτης, λιμν-ήτης)].