μεσεγγυητής: Difference between revisions
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
(6_19) |
(24) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσεγγυητής''': -οῦ, ὁ, τὸ τρίτον [[πρόσωπον]] παρ’ ᾧ [[εἶναι]] κατατεθειμένη [[παρακαταθήκη]] τις ὡς [[ἐγγύησις]] ἢ [[ἀσφάλεια]], ([[μεσεγγύημα]]) Γλωσσ.· - παρ’ Ἡσυχ. μεσέγγυος, ὁ, «μεσέγγυον· μεσίτην». | |lstext='''μεσεγγυητής''': -οῦ, ὁ, τὸ τρίτον [[πρόσωπον]] παρ’ ᾧ [[εἶναι]] κατατεθειμένη [[παρακαταθήκη]] τις ὡς [[ἐγγύησις]] ἢ [[ἀσφάλεια]], ([[μεσεγγύημα]]) Γλωσσ.· - παρ’ Ἡσυχ. μεσέγγυος, ὁ, «μεσέγγυον· μεσίτην». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. μεσεγγυήτρια (ΑM [[μεσεγγυητής]]) [[μεσεγγυώ]]<br />[[πρόσωπο]] που αναλαμβάνει το [[μεσεγγύημα]], αλλ. [[μεσεγγυούχος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:37, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 137] ὁ, der Bürge (?).
Greek (Liddell-Scott)
μεσεγγυητής: -οῦ, ὁ, τὸ τρίτον πρόσωπον παρ’ ᾧ εἶναι κατατεθειμένη παρακαταθήκη τις ὡς ἐγγύησις ἢ ἀσφάλεια, (μεσεγγύημα) Γλωσσ.· - παρ’ Ἡσυχ. μεσέγγυος, ὁ, «μεσέγγυον· μεσίτην».
Greek Monolingual
ο, θηλ. μεσεγγυήτρια (ΑM μεσεγγυητής) μεσεγγυώ
πρόσωπο που αναλαμβάνει το μεσεγγύημα, αλλ. μεσεγγυούχος.