γενέτης: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γενέτης''': -ου, ὁ, ὁ γεννήσας, [[πατήρ]], [[πρόγονος]], Εὐρ. Ὀρ. 1011, Συλλ. Ἐπιγρ. 765, κ ἀλλ.· κατὰ πληθ., γονεῖς, [[αὐτόθι]] 1212· - [[καθόλου]], δημιουργός, παραγωγός, [[ποιητής]] τινος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 979. 4· πρβλ. Ἰακ. Α.II. σ. 48. 2) ὁ γεννηθείς, ὁ [[υἱός]], ὁ Διὸς γ. Σοφ. Ο. Τ. 472· ὁ ἐμὸς γ. Εὐρ. Ἴωνι 916· πρβλ. [[γενέτειρα]]. ΙΙ. ὠς ἐπίθ. = [[γενέθλιος]], Λατ. gentilis, π.χ. θεοὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 77, Εὐρ. Ἴωνι 1130· πρβλ. γεννήτης.
|lstext='''γενέτης''': -ου, ὁ, ὁ γεννήσας, [[πατήρ]], [[πρόγονος]], Εὐρ. Ὀρ. 1011, Συλλ. Ἐπιγρ. 765, κ ἀλλ.· κατὰ πληθ., γονεῖς, [[αὐτόθι]] 1212· - [[καθόλου]], δημιουργός, παραγωγός, [[ποιητής]] τινος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 979. 4· πρβλ. Ἰακ. Α.II. σ. 48. 2) ὁ γεννηθείς, ὁ [[υἱός]], ὁ Διὸς γ. Σοφ. Ο. Τ. 472· ὁ ἐμὸς γ. Εὐρ. Ἴωνι 916· πρβλ. [[γενέτειρα]]. ΙΙ. ὠς ἐπίθ. = [[γενέθλιος]], Λατ. gentilis, π.χ. θεοὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 77, Εὐρ. Ἴωνι 1130· πρβλ. γεννήτης.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><b>I.</b> <i>adj. m.</i> qui préside à la naissance;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ὁ [[γενέτης]] :<br /><b>1</b> père;<br /><b>2</b> fils.<br />'''Étymologie:''' [[γίγνομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενέτης Medium diacritics: γενέτης Low diacritics: γενέτης Capitals: ΓΕΝΕΤΗΣ
Transliteration A: genétēs Transliteration B: genetēs Transliteration C: genetis Beta Code: gene/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A begetter, ancestor, E.Or.1011 (anap.), Call.Epigr. 23.2; father, IG3.1335, 12(7).115 (Amorgos); γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα, i.e. the tomb of my fathers, BMus.Inscr.2.179,al.: in pl., parents, IG4.682 (Hermione): generally, author, Epigr.Gr.979.4 (Philae).    2 son, ὁ Διὸς γ. S.OT472; ὁ ἐμὸς γ. E.Ion916 (lyr.).    II as Adj., = γενέθλιος, θεοί A.Supp.77 (lyr.), E.Ion 1130.    2 produced, ὁ Νεῖλος θέρει γ. Olymp.in Mete.94.9.

German (Pape)

[Seite 482] ὁ, 1) der Erzeuger, Vater, Eur. Or. 1010 Tr. 1288 u. sp. D., wie Diogen. ep. (VII, 613). – 2) der Erzeugte, Sohn, Soph. O. R. 470; Eur. Ion. 916. – Als adj. = γενέθλιος; θεοί, Stammgötter, Urheber des Geschlechts, Aesch. Suppl. 77; Eur. Ion. 1149.

Greek (Liddell-Scott)

γενέτης: -ου, ὁ, ὁ γεννήσας, πατήρ, πρόγονος, Εὐρ. Ὀρ. 1011, Συλλ. Ἐπιγρ. 765, κ ἀλλ.· κατὰ πληθ., γονεῖς, αὐτόθι 1212· - καθόλου, δημιουργός, παραγωγός, ποιητής τινος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 979. 4· πρβλ. Ἰακ. Α.II. σ. 48. 2) ὁ γεννηθείς, ὁ υἱός, ὁ Διὸς γ. Σοφ. Ο. Τ. 472· ὁ ἐμὸς γ. Εὐρ. Ἴωνι 916· πρβλ. γενέτειρα. ΙΙ. ὠς ἐπίθ. = γενέθλιος, Λατ. gentilis, π.χ. θεοὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 77, Εὐρ. Ἴωνι 1130· πρβλ. γεννήτης.

French (Bailly abrégé)

ου;
I. adj. m. qui préside à la naissance;
II. subst.γενέτης :
1 père;
2 fils.
Étymologie: γίγνομαι.