ἀλληγορητής: Difference between revisions
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
(6_19) |
(big3_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλληγορητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀλληγορικῶς ἑρμηνεύων, ἑρμηνευτὴς [[ἀλληγορικός]], Θεοδώρητ., Εὐστ.: - ἀλληγοριστῶν, Εὐσέβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 271Α, [[ἔνθα]] ὁ Δινδ. -ητῶν. | |lstext='''ἀλληγορητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀλληγορικῶς ἑρμηνεύων, ἑρμηνευτὴς [[ἀλληγορικός]], Θεοδώρητ., Εὐστ.: - ἀλληγοριστῶν, Εὐσέβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 271Α, [[ἔνθα]] ὁ Δινδ. -ητῶν. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ<br />[[que explica por alegorías]], [[alegorista]] Thdt.M.80.137D, Procop.Gaz.M.87.220A, cf. Eust.123.32. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 21 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, allegorical expounder, Eust.123.32.
German (Pape)
[Seite 102] ὁ, allegorischer Erklärer; μύθων, heißt Palaephatus, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλληγορητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀλληγορικῶς ἑρμηνεύων, ἑρμηνευτὴς ἀλληγορικός, Θεοδώρητ., Εὐστ.: - ἀλληγοριστῶν, Εὐσέβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 271Α, ἔνθα ὁ Δινδ. -ητῶν.
Spanish (DGE)
-οῦ
que explica por alegorías, alegorista Thdt.M.80.137D, Procop.Gaz.M.87.220A, cf. Eust.123.32.