κρουσιλύρης: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(6_19) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρουσιλύρης''': -ου, ὁ, ὁ κρούων τὴν λύραν, Ὀρφ. Ὕμν. 30. 3. | |lstext='''κρουσιλύρης''': -ου, ὁ, ὁ κρούων τὴν λύραν, Ὀρφ. Ὕμν. 30. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κρουσιλύρης]], ὁ (Α)<br />αυτός που παίζει [[λύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρουσ</i>- του [[κρούω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρούσις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>λυρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηδυ</i>-<i>λύρης</i>, <i>χρυσο</i>-<i>λύρης</i>. Η λ. [[είναι]] σύνθ. του τύπου <i>τερ</i>-<i>ψίμβροτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A striking the lyre, Orph.H.31.3.
German (Pape)
[Seite 1514] ὁ, die Lyra schlagend, spielend, Orph. H. 30, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κρουσιλύρης: -ου, ὁ, ὁ κρούων τὴν λύραν, Ὀρφ. Ὕμν. 30. 3.
Greek Monolingual
κρουσιλύρης, ὁ (Α)
αυτός που παίζει λύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. κρούσις) + -λυρης (< λύρα), πρβλ. ηδυ-λύρης, χρυσο-λύρης. Η λ. είναι σύνθ. του τύπου τερ-ψίμβροτος].