προανάκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source
(6_20)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προανάκειμαι''': Παθ., [[ἀνάκειμαι]], εἶμαι ἀφιερωμένος ἀπὸ [[πρίν]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 9.
|lstext='''προανάκειμαι''': Παθ., [[ἀνάκειμαι]], εἶμαι ἀφιερωμένος ἀπὸ [[πρίν]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 9.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[είμαι]] αφιερωμένος από [[πριν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνάκειμαι]] «[[είμαι]] αφιερωμένος»].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προανάκειμαι Medium diacritics: προανάκειμαι Low diacritics: προανάκειμαι Capitals: ΠΡΟΑΝΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: proanákeimai Transliteration B: proanakeimai Transliteration C: proanakeimai Beta Code: proana/keimai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be dedicated before, Gauthier et Sottas Décret trilingue en l'honneur de Ptolémée IV p.66 (iii B.C.), OGI129 (Egypt, ii B.C.), J.AJ12.2.9.

German (Pape)

[Seite 706] (s. κεῖμαι), vorher aufgestellt, geweiht sein, Sp., wie Ios.

Greek (Liddell-Scott)

προανάκειμαι: Παθ., ἀνάκειμαι, εἶμαι ἀφιερωμένος ἀπὸ πρίν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 9.

Greek Monolingual

Α
είμαι αφιερωμένος από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνάκειμαι «είμαι αφιερωμένος»].