προανάκειμαι
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
English (LSJ)
Pass., to be dedicated before, Gauthier et Sottas Décret trilingue en l'honneur de Ptolémée IV p.66 (iii B.C.), OGI129 (Egypt, ii B.C.), J.AJ12.2.9.
German (Pape)
[Seite 706] (s. κεῖμαι), vorher aufgestellt, geweiht sein, Sp., wie Ios.
Greek (Liddell-Scott)
προανάκειμαι: Παθ., ἀνάκειμαι, εἶμαι ἀφιερωμένος ἀπὸ πρίν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 9.
Greek Monolingual
Α
είμαι αφιερωμένος από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνάκειμαι «είμαι αφιερωμένος»].