παππάξ: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(6_20) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παππάξ''': παπαππάξ, παπαπαππάξ, ἦχοι κατ’ ἀπομίμησιν τῆς πορδῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 390 κἑξ. | |lstext='''παππάξ''': παπαππάξ, παπαπαππάξ, ἦχοι κατ’ ἀπομίμησιν τῆς πορδῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 390 κἑξ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και παπαππάξ και παπαπαππάξ Α<br />(κωμική λ.) ήχοι κατ' [[απομίμηση]] του κρότου της πορδής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
πᾰπᾰπαππάξ, sounds to imitate a
A crepitus ventris, Ar. Nu.390 sq.
German (Pape)
[Seite 466] παππάξ, Ar. Nubb. 389, u. παπαπαππάξ, 390, komische Nachahmung des Tons, den beim Durchfall der herausplatzende Unrath hervorbringt.
Greek (Liddell-Scott)
παππάξ: παπαππάξ, παπαπαππάξ, ἦχοι κατ’ ἀπομίμησιν τῆς πορδῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 390 κἑξ.
Greek Monolingual
και παπαππάξ και παπαπαππάξ Α
(κωμική λ.) ήχοι κατ' απομίμηση του κρότου της πορδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.].