προσαπτέον: Difference between revisions
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(6_20) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσαπτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[προσάπτω]], δεῖ προσάπτειν, τινί τι Πλάτ. Πόλ. 517Α. 2) πρέπει τις νὰ ἀποδώσῃ, Ἀράτω οὐ [[προσαπτέον]] παρανομίαν Πολύβ. 2. 60, 2. | |lstext='''προσαπτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[προσάπτω]], δεῖ προσάπτειν, τινί τι Πλάτ. Πόλ. 517Α. 2) πρέπει τις νὰ ἀποδώσῃ, Ἀράτω οὐ [[προσαπτέον]] παρανομίαν Πολύβ. 2. 60, 2. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσαπτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να εφαρμόσει, <i>τινί τι</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A one must apply or attach, εἰκόνα τισί Pl.R.517b; τοῖς τέκνοις ἔγκλημα Porph.Chr.71. 2 one must attribute, τινί τι Plb. 2.60.2.
Greek (Liddell-Scott)
προσαπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ προσάπτω, δεῖ προσάπτειν, τινί τι Πλάτ. Πόλ. 517Α. 2) πρέπει τις νὰ ἀποδώσῃ, Ἀράτω οὐ προσαπτέον παρανομίαν Πολύβ. 2. 60, 2.
Greek Monotonic
προσαπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να εφαρμόσει, τινί τι, σε Πλάτ.