ὀργιστέον: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(6_20) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀργιστέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ὀργίζομαι, δεῖ ὀργίζεσθαι, Δημ. 555. 7, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 9, 7. | |lstext='''ὀργιστέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ὀργίζομαι, δεῖ ὀργίζεσθαι, Δημ. 555. 7, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 9, 7. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀργιστέον:''' ρημ. επίθ., [[κάποιος]] που πρέπει να οργίζεται, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must be angry, D.21.123, Arist.EN1109b16, M.Ant. 5.22.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργιστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ὀργίζομαι, δεῖ ὀργίζεσθαι, Δημ. 555. 7, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 9, 7.
Greek Monotonic
ὀργιστέον: ρημ. επίθ., κάποιος που πρέπει να οργίζεται, σε Δημ.