ὕλημα: Difference between revisions
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
(6_21) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕλημα''': τό, (ὕλη) ὑλήματα λέγονται, ὁ κάλαμος, ὁ [[νάρθηξ]] καὶ τὰ ὅμοια, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2· [[προσέτι]]: τὸ [[κενταύριον]], τὸ [[ἀψίνθιον]], παρὰ τῷ αὐτῷ 4. 5, 1· συνάπτεται τοῖς φρυγανικοῖς καὶ θαμνώδεσι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 3 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δένδρα καὶ ποώδη, [[αὐτόθι]] 4. 4, 5, πρβλ. 9. 16, 4· - [[ἐντεῦθεν]] ὑληματικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τῶν ὑλημάτων, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10. | |lstext='''ὕλημα''': τό, (ὕλη) ὑλήματα λέγονται, ὁ κάλαμος, ὁ [[νάρθηξ]] καὶ τὰ ὅμοια, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2· [[προσέτι]]: τὸ [[κενταύριον]], τὸ [[ἀψίνθιον]], παρὰ τῷ αὐτῷ 4. 5, 1· συνάπτεται τοῖς φρυγανικοῖς καὶ θαμνώδεσι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 3 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δένδρα καὶ ποώδη, [[αὐτόθι]] 4. 4, 5, πρβλ. 9. 16, 4· - [[ἐντεῦθεν]] ὑληματικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τῶν ὑλημάτων, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />broussailles, taillis.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῡ], ατος, τό, (ὕλη) mostly in pl.,
A woody plants, esp. of shrubs, bushes (including τὰ φρυγανικὰ καὶ θαμνώδη), Thphr.HP1.5.3 (cj. for κλήματα), cf. 1.6.7, 1.10.6, 3.3.6; opp. δένδρα and ποώδη, ib. 4.4.5: sg., ib.9.16.4:—hence ὑληματικός, ή, όν, belonging to the class of ὕλημα, Id.CP6.11.10.
Greek (Liddell-Scott)
ὕλημα: τό, (ὕλη) ὑλήματα λέγονται, ὁ κάλαμος, ὁ νάρθηξ καὶ τὰ ὅμοια, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2· προσέτι: τὸ κενταύριον, τὸ ἀψίνθιον, παρὰ τῷ αὐτῷ 4. 5, 1· συνάπτεται τοῖς φρυγανικοῖς καὶ θαμνώδεσι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 3 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δένδρα καὶ ποώδη, αὐτόθι 4. 4, 5, πρβλ. 9. 16, 4· - ἐντεῦθεν ὑληματικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τῶν ὑλημάτων, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
broussailles, taillis.
Étymologie: ὕλη.