στενακτέον: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(6_20)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στενακτέον''': πρέπει τις νὰ στενάξῃ, νὰ θρηνήσῃ, τὰ τούτων Εὐρ. Ἱκέτ. 291.
|lstext='''στενακτέον''': πρέπει τις νὰ στενάξῃ, νὰ θρηνήσῃ, τὰ τούτων Εὐρ. Ἱκέτ. 291.
}}
{{lsm
|lsmtext='''στενακτέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να αναστενάξει, να θρηνήσει, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενακτέον Medium diacritics: στενακτέον Low diacritics: στενακτέον Capitals: ΣΤΕΝΑΚΤΕΟΝ
Transliteration A: stenaktéon Transliteration B: stenakteon Transliteration C: stenakteon Beta Code: stenakte/on

English (LSJ)

   A one must bewail, τὰ τούτων E.Supp.291.

Greek (Liddell-Scott)

στενακτέον: πρέπει τις νὰ στενάξῃ, νὰ θρηνήσῃ, τὰ τούτων Εὐρ. Ἱκέτ. 291.

Greek Monotonic

στενακτέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να αναστενάξει, να θρηνήσει, σε Ευρ.