κήρυγμα: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κήρυγμα''': τό, ([[κηρύσσω]]) τὸ ὑπὸ τοῦ κήρυκος ἀγγελλόμενον, [[προκήρυξις]], δημοσία γνωστοποίησις, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· κ. ποιέεσθαι Ἡρόδ. 3. 52., 5. 92, 7, κτλ.· ἐκ τοῦ κηρύγματος, διὰ προκηρύξεως, ὁ αὐτ. 6. 78· κ. [[θεῖναι]] τῇ πόλει Σοφ. Ἀντ. 8· τῷ κ. ἐμμένειν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 350, πρβλ. Ἀντ. 454· κ. [[ἀνειπεῖν]] Θουκ. 4. 105· κηρύσσειν Αἰσχίν. 75. 30· γίγνεται κ. Δημ. 253. 7· ― ἀμοιβὴ προκηρυττομένη, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 10, Αἰσχίν. 58. 26.
|lstext='''κήρυγμα''': τό, ([[κηρύσσω]]) τὸ ὑπὸ τοῦ κήρυκος ἀγγελλόμενον, [[προκήρυξις]], δημοσία γνωστοποίησις, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· κ. ποιέεσθαι Ἡρόδ. 3. 52., 5. 92, 7, κτλ.· ἐκ τοῦ κηρύγματος, διὰ προκηρύξεως, ὁ αὐτ. 6. 78· κ. [[θεῖναι]] τῇ πόλει Σοφ. Ἀντ. 8· τῷ κ. ἐμμένειν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 350, πρβλ. Ἀντ. 454· κ. [[ἀνειπεῖν]] Θουκ. 4. 105· κηρύσσειν Αἰσχίν. 75. 30· γίγνεται κ. Δημ. 253. 7· ― ἀμοιβὴ προκηρυττομένη, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 10, Αἰσχίν. 58. 26.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> proclamation par un héraut;<br /><b>2</b> promesse d’une récompense par un héraut.<br />'''Étymologie:''' [[κηρύσσω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήρυγμα Medium diacritics: κήρυγμα Low diacritics: κήρυγμα Capitals: ΚΗΡΥΓΜΑ
Transliteration A: kḗrygma Transliteration B: kērygma Transliteration C: kirygma Beta Code: kh/rugma

English (LSJ)

ατος, τό, (κηρύσσω)

   A that which is cried by a herald, proclamation, S.Ichn.13, etc.; κ. ποιέεσθαι Hdt.3.52; ἐκ τοῦ κ. by proclamation, Id.6.78; πόλει κ. θεῖναι S.Ant.8; τῷ κ. ἐμμένειν Id.OT 350, cf. Ant.454; κ. ἀνειπεῖν Th.4.105; κηρύσσειν Aeschin.3.154; κ. γιγνόμενον D.18.83; announcement of victory in games, D.C.63.14; mandate, summons, S.Ant.162 (anap.); reward offered by proclamation, X.HG5.4.10, Aeschin.3.33.    II preaching, Ev.Luc. 11.32,al.

German (Pape)

[Seite 1434] τό, das durch den Herold Ausgerufene, Bekanntmachung, Befehl; φασὶ πανδήμῳ πόλει κήρυγμα θεῖναι τὸν στρατηγόν Soph. Ant. 8, öfter, vgl. El. 673; ἄκουε καινῶν ἐξ ἐμοῦ κηρυγμάτων Eur. I. T. 239; κήρυγμα ἐποιήσαντο, = ἐκήρυξαν, Her. 8, 41, wie Thuc. 7, 82; auch κήρυγμα ἀνειπών, 4, 105; ἄγρια Plat. Legg. XII, 953 e; Folgde. – Auch die ausgerufene Belohnung, der auf eine Person oder Sache gesetzte Preis, Xen. Hell. 5, 4, 10.

Greek (Liddell-Scott)

κήρυγμα: τό, (κηρύσσω) τὸ ὑπὸ τοῦ κήρυκος ἀγγελλόμενον, προκήρυξις, δημοσία γνωστοποίησις, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· κ. ποιέεσθαι Ἡρόδ. 3. 52., 5. 92, 7, κτλ.· ἐκ τοῦ κηρύγματος, διὰ προκηρύξεως, ὁ αὐτ. 6. 78· κ. θεῖναι τῇ πόλει Σοφ. Ἀντ. 8· τῷ κ. ἐμμένειν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 350, πρβλ. Ἀντ. 454· κ. ἀνειπεῖν Θουκ. 4. 105· κηρύσσειν Αἰσχίν. 75. 30· γίγνεται κ. Δημ. 253. 7· ― ἀμοιβὴ προκηρυττομένη, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 10, Αἰσχίν. 58. 26.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 proclamation par un héraut;
2 promesse d’une récompense par un héraut.
Étymologie: κηρύσσω.