περίδειπνον: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίδειπνον''': τό, [[δεῖπνον]] ἐπὶ τῷ ἀποθανόντι, «μακαριά», Δημ. 321, 25, Μένανδρ. ἐν «Ὀργῇ» 3· τὸ π. τοῦ βίου λαμπρὸν ποιῶ Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 52. | |lstext='''περίδειπνον''': τό, [[δεῖπνον]] ἐπὶ τῷ ἀποθανόντι, «μακαριά», Δημ. 321, 25, Μένανδρ. ἐν «Ὀργῇ» 3· τὸ π. τοῦ βίου λαμπρὸν ποιῶ Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 52. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />repas funéraire.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δεῖπνον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A funeral feast, D.18.288, Aen.Tact.10.5, Men.367, Hegesipp.Com.1.11, PTeb.118.1 (ii B. C.), Phld.Acad.Ind.p.35 M., etc.; τὸ π. τοῦ βίου λαμπρὸν ποιῶ Anaxipp.1.42; Ἀρκεσιλάου π., title of work by Timo, D.L.9.115.
German (Pape)
[Seite 572] τό, Leichenschmaus; Dem. 18, 288; Plut. quaest. Rom. 95; Luc. de luct. 24.
Greek (Liddell-Scott)
περίδειπνον: τό, δεῖπνον ἐπὶ τῷ ἀποθανόντι, «μακαριά», Δημ. 321, 25, Μένανδρ. ἐν «Ὀργῇ» 3· τὸ π. τοῦ βίου λαμπρὸν ποιῶ Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 52.