ὀλιγαρχία: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλῐγαρχία''': Ἰων. -ίη, ἡ , [[εἶδος]] πολιτείας, ἐν ᾗ ἡ [[κυβέρνησις]] κεῖται ἐν χερσὶν ὀλίγων οἰκογενειῶν ἢ προσώπων, Ἡρόδ. 3. 81, 82., 5. 92, 2, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. πεζογράφοις· [[μάλιστα]] περὶ τοῦ χρόνου τῶν ἐν Ἀθήναις [[τριάκοντα]], Ἀνδοκ. 13. 26., Θουκ. 8. 73, Πλάτ. Ἀπολ. 32C· ἴδε ἐν λ. [[ἄκρατος]]. - Περὶ τῆς τεχνικῆς σημασίας τῆς λέξεως παρὰ τοῖς πολιτικοῖς Ἀττικ. συγγραφεῦσιν ἴδε Πλάτ. Πολ. 550C κἑξ., Πολιτ. 291Ε, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 8, 3., 4. 4, 3 κἑξ. | |lstext='''ὀλῐγαρχία''': Ἰων. -ίη, ἡ , [[εἶδος]] πολιτείας, ἐν ᾗ ἡ [[κυβέρνησις]] κεῖται ἐν χερσὶν ὀλίγων οἰκογενειῶν ἢ προσώπων, Ἡρόδ. 3. 81, 82., 5. 92, 2, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. πεζογράφοις· [[μάλιστα]] περὶ τοῦ χρόνου τῶν ἐν Ἀθήναις [[τριάκοντα]], Ἀνδοκ. 13. 26., Θουκ. 8. 73, Πλάτ. Ἀπολ. 32C· ἴδε ἐν λ. [[ἄκρατος]]. - Περὶ τῆς τεχνικῆς σημασίας τῆς λέξεως παρὰ τοῖς πολιτικοῖς Ἀττικ. συγγραφεῦσιν ἴδε Πλάτ. Πολ. 550C κἑξ., Πολιτ. 291Ε, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 8, 3., 4. 4, 3 κἑξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />oligarchie, gouvernement exercé par un petit nombre de personnes <i>ou</i> de familles.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλιγάρχης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion.
A -ιη IG12(8).262.3 (Thasos, v B. C.), etc. : ἡ :—oligarchy, government in the hands of a few families or persons, Hdt.3.82, 5.92.β', etc. ; of the time of the Four Hundred, Th.8.72 ; or of the Thirty, And.1.99, Pl.Ap.32c ; ἄκρατος ὀ. Arist.Pol.1273b37, al., cf. Pl.R.550c sq., Plt.291e. 2 Ὀλιγαρχία, personified in a statue, Sch.Aeschin.1.39.
German (Pape)
[Seite 320] ἡ, die Oligarchie, die Staatsverfassung, bei welcher einige wenige Personen od. Familien herrschen; Her. 3, 82; Thuc. 1, 19. 8, 73; von der Herrschaft der 30 Männer, Lys. 10, 4; Plat. Polit. 301 c Rep. VIII, 544 c u. öfter; vgl. bes. Arist. pol. 3, 8. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγαρχία: Ἰων. -ίη, ἡ , εἶδος πολιτείας, ἐν ᾗ ἡ κυβέρνησις κεῖται ἐν χερσὶν ὀλίγων οἰκογενειῶν ἢ προσώπων, Ἡρόδ. 3. 81, 82., 5. 92, 2, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. πεζογράφοις· μάλιστα περὶ τοῦ χρόνου τῶν ἐν Ἀθήναις τριάκοντα, Ἀνδοκ. 13. 26., Θουκ. 8. 73, Πλάτ. Ἀπολ. 32C· ἴδε ἐν λ. ἄκρατος. - Περὶ τῆς τεχνικῆς σημασίας τῆς λέξεως παρὰ τοῖς πολιτικοῖς Ἀττικ. συγγραφεῦσιν ἴδε Πλάτ. Πολ. 550C κἑξ., Πολιτ. 291Ε, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 8, 3., 4. 4, 3 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
oligarchie, gouvernement exercé par un petit nombre de personnes ou de familles.
Étymologie: ὀλιγάρχης.