κάρπωμα: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάρπωμα''': τό, καρπός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1001· [[κέρδος]], Ἡσύχ. ΙΙ. [[προσφορά]], Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΗ', 9)· πρβλ. [[κάρπωσις]]. II. | |lstext='''κάρπωμα''': τό, καρπός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1001· [[κέρδος]], Ἡσύχ. ΙΙ. [[προσφορά]], Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΗ', 9)· πρβλ. [[κάρπωσις]]. II. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />fruit.<br />'''Étymologie:''' [[καρπόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A fruit, A.Supp.1001; profit, Hsch. II offering offruits, LXXNu.18.9; cf. κάρπωσις 11.
German (Pape)
[Seite 1329] τό, das Eingesammelte, die Frucht, Aeseh. Suppl. 979; der Ertrag, Nutzen, Sp. Das von Früchten als Opfer Dargebrachte, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κάρπωμα: τό, καρπός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1001· κέρδος, Ἡσύχ. ΙΙ. προσφορά, Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΗ', 9)· πρβλ. κάρπωσις. II.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fruit.
Étymologie: καρπόω.